- Δηλίου
- ΔήλιοςDelianmasc/neut gen sgΔήλιοςDelianmasc/fem/neut gen sgΔήλιοςDelianmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… … Dictionary of Greek
κολυμβητής — ο θηλ. ήτρια (AM κολυμβητής) [κολυμβώ] αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.) νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
οίος — (I) οἶος, οἴα, ον, επικ. τ. θηλ. οἴη, κυπρ. τ. οἶFος (Α) 1. μόνος, χωρίς συνοδεία, ολομόναχος («ὅν ῥα συβώτης αὐτὸς κτήσατο οἶος ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης», Ομ. Οδ.) 2. μοναδικός στο είδος του, εξαίρετος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) οἶον… … Dictionary of Greek
ομηρικός — ή, ό (Α ὁμηρικός, ή, όν) [Όμηρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη») 2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων...… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
Αγγελίων — (6ος αι. π.Χ.).Γλύπτης. Σε συνεργασία με τον Τευκταίο κατασκεύασε το γιγάντιο άγαλμα του Δηλίου Απόλλωνα, που στο ένα του χέρι (αριστερό) κρατούσε τόξο και στο άλλο τις Tρεις Χάριτες, που καθεμιά της κρατούσε και από ένα μουσικό όργανο … Dictionary of Greek
αμφικτιονία ή αμφικτυονία — Ένωση ανεξάρτητων γειτονικών πόλεων (περιοίκων) στην πρώιμη αρχαιότητα, η κυριότερη μορφή ένωσης στην οποία είχαν φτάσει οι αρχαίοι πρόγονοί μας. Αρχικά, στην α. ανήκαν συγγενικές φυλές (έθνη τα ονόμαζαν οι αρχαίοι). Για να είναι σεβαστές αυτές… … Dictionary of Greek
Θήβα — Πόλη (υψόμ. 180 μ., 21.211 κάτ.) του νομού Βοιωτίας, έδρα του δήμου Θηβαίων και, παλαιότερα (έως το 1997), της ομώνυμης επαρχίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, σε ίση απόσταση από τον Ευβοϊκό και τον Κορινθιακό κόλπο, στο κέντρο μιας… … Dictionary of Greek
κισσοειδής καμπύλη — Καμπύλη του επιπέδου γνωστή στην αρχαιότητα. Όπως αναφέρει ο Ευτόκιος στο βιβλίο του Περί Πυρείων, η κ.κ. οφείλεται στον Διοκλή (περ. 180 π.Χ.), γι’ αυτό και είναι γνωστή με την ονομασία κισσοειδής του Διοκλέους. Η κ.κ. χρησιμοποιήθηκε από τον… … Dictionary of Greek
Κοινόν — Πολιτειακές ενώσεις στην αρχαία Ελλάδα. Αυτές αποτελούνταν αρχικά από πολλές πόλεις της ίδιας φυλής ή, αργότερα, και από ξένες πόλεις, που η καθεμία διατηρούσε συνήθως την αυτονομία της, είχε τη δική της νομοθεσία, έκοβε δικά της νομίσματα, αλλά… … Dictionary of Greek